- χλευασμούς
- χλευασμόςironymasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευλοιδόρητος — εὐλοιδόρητος, ον (ΑΜ) μσν. αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος, επιλήψιμος μσν. αρχ. ο εκτεθειμένος σε κατηγορίες ή σε χλευασμούς, ο εύκολα κακολογούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λοιδορώ «χλευάζω, κοροϊδεύω»] … Dictionary of Greek
Αντισθένης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος φιλόσοφος (Αθήνα 444; – περ. 365 π.Χ.). Μαθητής του Γοργία αρχικά, προσελκύεται τελικά από την προσωπικότητα του Σωκράτη και εγκαταλείπει τον πρώτο δάσκαλό του με χλευασμούς. Μετά τον θάνατο του Σωκράτη,… … Dictionary of Greek